σταχολόγημα
Смотреть что такое "σταχολόγημα" в других словарях:
σταχολόγημα — το, Ν βλ. σταχυολόγημα … Dictionary of Greek
σταχολόγημα — το βλ. σταχυολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταχυολόγημα — και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ] 1. το να μαζεύει κάποιος στάχια 2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός … Dictionary of Greek